ακρουμάζομαι

ακρουμάζομαι
ακρουμάζομαι και ακρομάζομαι και ακουρμαίνομαι -άστηκα
1. ακούω προσεκτικά, κρυφακούω: Ακρομαζόταν τι λέγαμε.
2. υπακούω: Εκείνος μου τα είχε πει, αλλά εγώ δεν τον ακρουμάστηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • ακρομάζομαι — ακρουμάζομαι* …   Dictionary of Greek

  • ακουρμάζομαι — ακούρμασμα κ.λπ. βλ. ακρουμάζομαι, ακρούμασμα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ακρούμαστος — (και ακούρμαστος), η, ο αυτός που δεν ακούει, ο απειθάρχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρουμάζομαι η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανακρούμαι — ( έομαι) και ανακρούζομαι 1. ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 2. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ακροώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ακουρμαίνομαι — και ακουρμάζομαι βλ. ακρουμάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρομάζομαι — βλ. ακρουμάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”