- ακρουμάζομαι
- ακρουμάζομαι και ακρομάζομαι και ακουρμαίνομαι -άστηκα1. ακούω προσεκτικά, κρυφακούω: Ακρομαζόταν τι λέγαμε.2. υπακούω: Εκείνος μου τα είχε πει, αλλά εγώ δεν τον ακρουμάστηκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.